Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

AC ϟ DC




Μια μπάντα που εδώ και τέσσερις δεκαετίες μεγαλουργεί, αφήνοντας τις καλύτερες εντυπώσεις σε κάθε τους μουσικό βήμα. Όσοι έχουν την τύχη να παρευρεθούν σε συναυλία τους, την παρομοιάζουν με μια συναρπαστική μουσική εμπειρία. Οι AC/DC, όπως δηλώνει και το όνομα τους που σημαίνει Alternating Current/Direct Current, δηλαδή εναλασσόμενο και συνεχές ρεύμα, είναι σαν το ηλεκτρικό ρεύμα γιατί εφοδιάζουν όποιο τους ακούει με δύναμη και ενέργεια και επίσης είναι μια αναγκαία πηγή ροκ μουσικής που ηλεκτρίζει εκατομμύρια φανς τους σε ολόκληρο τον πλανήτη...

Δημιουργήθηκαν στο Σίδνεϋ της Αυστραλίας το 1973 από τους Σκωτσέζους αδερφούς Angus και Malcolm Young. Μετά τη συγκρότηση της μπάντας, η ηλεκτροφόρος rock 'n' roll μουσική των AC/DC κατάφερε να κατακλύσει τον κόσμο μέσω αμέτρητων sold-out περιοδειών, ενώ οι παγκόσμιες πωλήσεις τους ξεπερνούν τα 150 εκατομμύρια άλμπουμς μέχρι στιγμής. Αποτελούν το No.1 best-selling σχήμα του μουσικού καταλόγου καλλιτεχνών της Sony BMG Music Entertainment, έχοντας πουλήσει σχεδόν 70 εκατομμύρια άλμπουμς μόνο στις ΗΠΑ, γεγονός που τους καθιστά ως ένα από τα πέντε συγκροτήματα με τις μεγαλύτερες πωλήσεις στην Αμερικάνικη μουσική ιστορία.


Ως μέλος των Easybeats, ο μεγαλύτερος αδερφός των Angus και Malcolm, ο George, ευθυνόταν για μία από τις πρώτες παγκόσμιες επιτυχίες του προήλθαν από την Αυστραλία, το «Friday On My Mind», κάτι που τους έδωσε ενθάρρυνση να προχωρήσουν στο σχηματισμό του δικού τους μουσικού συγκροτήματος με το όνομα AC/DC. Το όνομα το εμπνεύστηκε η αδερφή τους Margaret από την ετικέτα της ραπτομηχανής της. Έπαιξαν πρώτη φορά σε κοινό στην περιοχή Chequers του Σίδνεϋ και μάλιστα παραμονή πρωτοχρονιάς. Έπαιξαν κομμάτια του Chuck Berry (από τον οποίο επηρεάστηκαν περισσότερο), των BeatlesRolling Stones, Free και δυο δικά τους. Αυτή ήταν η πρώτη εμφάνιση των AC/DC.

Το πρώτο τους βήμα στη δισκογραφία έγινε με τη βοήθεια του αδερφού τους George Young και του φίλου του Harry Vanda που μετά την διάλυση των Easybeats έστησαν τη δισκογραφική εταιρία Albert Productions και αποφάσισαν να ηχογραφήσουν τους AC/DC. Κυκλοφορούν τα πρώτα τους τραγούδια και ένα μήνα μετά απολύουν τον τραγουδιστή Dave Evans γιατί το στυλ του είχε στοιχεία από galm rock και δεν ταίριαζε με το στυλ των αδερφών Young που ήταν rock 'n' roll.

H αναζήτηση νέου τραγουδιστή δεν κράτησε καιρό. Πριν ακόμη φύγει ο Evans οι αδερφοί Young είχαν δοκιμάσει τον μέχρι πρότινος οδηγό τους, τον Ronald Belford Scott. Ο Σκωτσέζικης καταγωγής Bon Scott βρέθηκε στην Αυστραλία μετανάστης με την οικογένεια του το 1952. Έχοντας εμπειρία από τα γκρούπς The Spectors, The Valentines και τους Fraternity δεν δυσκολεύτηκε να πείσει για της φωνητικές του ικανότητες τους αδερφούς Young. Και ήταν ό,τι ακριβώς έψαχναν. Είχε ουρλιαχτό, μελωδία, συναίσθημα και αυτό που εντυπωσίαζε περισσότερο ήταν η παρουσία του στη σκηνή.

Αρχίζουν αμέσως να δουλεύουν το πρώτο τους άλμπουμ. Στις ηχογραφήσεις βοήθησε ο George Young παίζοντας μπάσο, ενώ στα κομμάτια έπαιξαν επίσης 3 διαφορετικοί ντράμερς! Αποφάσισαν όμως πριν βγει στην κυκλοφορία το άλμπουμ να έχουν έναν μόνιμο ντράμερ. Έτσι προσελήφθη ο Αυστραλός Phil Rudd με θητεία στους Buster Brown.

Στις 17 Φεβρουαρίου του 1975 κυκλοφορεί σε Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία το πρώτο άλμπουμ των AC/DC, το High Voltage. Στις 3 Μαρτίου κυκλοφόρησαν single που περιείχε τα Love Song και Baby Please Don’t Go, το οποίο παρόλο που είναι διασκευή του Big Joe Williams έφτασε στο Top 10 των Αυστραλιανών charts, ενώ τον ίδιο μήνα προσέλαβαν τον μπασίστα Mark Evans. Τον Ιούνιο το High Voltage έχει γίνει χρυσό στην Αυστραλία.

Ένα μήνα αργότερα οι AC/DC μπαίνουν στο στούντιο για την ηχογράφηση του δεύτερου άλμπουμ τους, πάλι με παραγωγούς τους George Young και Harry Vanda. To Τ.Ν.Τ. κυκλοφορεί τον Δεκέμβριο του 1975 και παράλληλα οι AC/DC υπογράφουν συμβόλαιο με την Atlantic Records, ενώ μέχρι τα τέλη του χρόνου το High Voltage έχει γίνει τρεις φορές χρυσό και οι AC/DC χαρακτηρίζονται ως το κορυφαίο γκρουπ της Αυστραλίας.

Η επιτυχία συνεχίζεται αμείωτα κι έτσι ο Ιανουάριος του 1976 βρίσκει τους AC/DC και πάλι στο στούντιο για να ηχογραφήσουν το επόμενο τους άλμπουμ. Τον Φεβρουάριο το Τ.Ν.Τ. είναι Νο.2 στα charts της Αυστραλίας και τον Μάρτιο έχει γίνει τρεις φορές χρυσό.

Τον Απρίλιο το συγκρότημα πηγαίνει στο Λονδίνο για μερικές εμφανίσεις, αλλά τελικά παραμένουν λόγω της τεράστιας επιτυχίας τους. Έτσι μια νέα έκδοση του High Voltage κυκλοφορεί και στην Αγγλία, όπου περιέχει κομμάτια και από το T.N.T. τον Μάιο του 1975.

Τον Μάρτιο του 1977 μετά από διαμάχες με τον Angus Young απολύεται ο μπασίστας Mark Evans και την θέση του παίρνει ο Άγγλος Cliff Williams, ο οποίος είχε ιδρύσει τους Home και είχε παίξει και με τους Bandit. Το καλοκαίρι του 1977, οι AC/DC έδωσαν πολλαπλές συναυλίες επί αμερικάνικου εδάφους, σε clubs όπως το Palladium και το CBGB στη Νέα Υόρκη και το Whiskey στο Λος Άντζελες, αλλά και σε χώρους όπως το Jacksonville Coliseum. Ως το 1978, οι AC/DC ήταν ένα από τα πιο καυτά συναυλιακά ονόματα παγκοσμίως. Για τη δημιουργία του επόμενου άλμπουμ τους συνεργάστηκαν με τον παραγωγό Mutt Lange. Αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας ήταν το hard rock μεγαθήριο «Highway To Hell», που κυκλοφόρησε το 1979 και το οποίο ήταν το πρώτο άλμπουμ των AC/DC που τους έβαλε στο Αμερικάνικο Top 100, αλλά και ο πρώτος δίσκος της μπάντας που έγινε χρυσός στις Η.Π.Α. Το Νοέμβριο του ίδιου έτους, η μπάντα ταξίδεψε στο Παρίσι, για να γυρίσει το μνημειώδες «Let The Be Rock», ένα άκρως σημαντικό ντοκουμέντο της χρυσής εποχής που έφερε στο συγκρότημα φήμη παγκοσμίως. Οι AC/DC όλο αυτό το διάστημα έχουν παίξει με τους Black Sabbath, REO Speedwagon, Kiss, Styx, Aerosmith, Blue Oyster Cult, Cheap Trick, Alice Cooper, Foreigner, Van Halen, Ted Nugent, UFO, Thin Lizzy κ.α.

Το συγκρότημα AC/DC ήταν πάντα υπόθεση οικογενειακή. Όμως, το κοινό στοιχείο της μετανάστευσης από την Σκωτία στην Αυστραλία για τους αδερφούς Young και του Bon Scott ήταν κάτι που τους είχε δέσει ως αδέρφια. Έτσι, το πρωινό της Τρίτης της 19ης Φεβρουαρίου 1980, η είδηση του θανάτου του Bon Scott έπεσε σαν κεραυνός στο συγκρότημα. Ο Angus ήταν ο πρώτος που το έμαθε και ενημέρωσε και τα υπόλοιπα μέλη. Ο Bon το προηγούμενο βράδυ είχε βγει με ένα φίλο του να πιει μερικά ποτά στο κέντρο του Λονδίνου. Κάτι, που ήταν απολύτως φυσιολογικό για έναν rocker που βρίσκεται στο απόγειο της δόξας του. Άλλωστε ο Bon πάντα έπινε κάτι παραπάνω, αλλά χωρίς ποτέ να ξεφεύγει. Ο φίλος του στην αρχή τον οδήγησε στο σπίτι, αλλά επειδή ο Bon δεν σηκωνόταν, εκείνος πήγε σπίτι του και άφησε τον Bon να κοιμηθεί στο αυτοκίνητο. Το πρωί που σηκώθηκε είδε τον Bon να πνίγεται από εισρόφηση, λόγω της στάσης που είχε το κεφάλι του. Λίγο πριν φτάσει στο νοσοκομείο Kings o Bon Scott ξεψύχησε. Ήταν μόλις 33 χρονών. Τα εναπομείναντα μέλη των AC/DC δεν είχαν το κουράγιο να συνεχίσουν το άλμπουμ που δούλευαν πριν το τραγικό συμβάν αλλά μετά απο ενθάρρυνση και από την οικογένεια του Bon αποφάσισαν πως υπήρχε ένας μόνο τρόπος για να αποδώσουν σωστά φόρο τιμής στον αγαπημένο τους φίλο και συνεργάτη: να συνεχίσουν να δημιουργούν τη μουσική που εκείνος θα ήθελε να δημιουργούν.

Το συγκρότημα βρήκε έναν απίστευτο νέο τραγουδιστή και frontman στο πρόσωπο του Brian Johnson, που προερχόταν από το Newcastle και ο οποίος τραγουδούσε σε μια μπάντα ονόματι Geordie, την οποία λάτρευε ο Bon Scott. Επιστρέφοντας στο στούντιο με τον Mutt Lange, οι AC/DC μαζί με τον καινούργιο τους τραγουδιστή δημιούργησαν το «Back In Black», ένα από τα πιο επιτυχημένα άλμπουμ όλων των εποχών ανεξαρτήτως μουσικής τοποθέτησης. Το ομότιτλο κομμάτι, καθώς και ο ύμνος «You Shook Me All Night Long», οδήγησαν το «Back In Black» στο No.1 στη Μ. Βρετανία και στο No.4 στις ΗΠΑ, όπου από τότε έχει γίνει 22 φορές πλατινένιο (Double Diamond Plus). Σε 3 μήνες το Back In Black πουλάει 10 εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο! Σήμερα είναι το Νο.2 άλμπουμ όλων των εποχών σε πωλήσεις με περισσότερα από 50 εκατομμύρια αντίτυπα διεθνώς (Νο.1 το Thriller του Michael Jackson), ενώ είναι το Νο.1 σε πωλήσεις άλμπουμ από συγκρότημα.

Κατά την διάρκεια, όμως, της περιοδείας για την προώθηση του Blow Up Your Video ο Malcolm αποχώρησε από το συγκρότημα λόγω προβλημάτων αλκοολισμού. Την θέση του στις περιοδείες πήρε ο ανιψιός του Stevie Young, ενώ ο Malcolm ξεκίνησε την απεξάρτηση του από το αλκοόλ και τελικά τα καταφέρνει και επιστρέφει.

Οι AC/DC συνέχισαν να κυκλοφορούν υψηλά σε πωλήσεις άλμπουμς κατά τη διάρκεια των δεκαετιών '80 και '90, που συνοδεύονταν πάντοτε από πετυχημένες sold-out περιοδείες και θεαματικές συναυλίες, καθώς και αξιομνημόνευτες εμφανίσεις σε φεστιβάλ- συμπεριλαμβανομένου των συναυλιών στο «Monsters of Rock», «Castle Donington», «Rock In Rio», και «Rock Around The Bloc» φεστιβάλ στο Tushino Airfield στη Μόσχα το 1991, μία δωρεάν συναυλία, στην οποία παραβρέθηκαν περίπου ένα εκατομμύριο οπαδοί.

Για τις ανάγκες του video clip του κομματιού «Are You Ready» από το άλμπουμ The Razors Edge, οι AC/DC ζήτησαν 10 εθελοντές στους οποίους ενώ τους ξύριζαν τα μαλλιά τους θα γραφόταν στο κεφάλι τους το όνομα του συγκροτήματος. Προσφέρθηκαν πάνω από 1000.

Στις 18 Ιανουαρίου 1991 το πρόγραμμα της περιοδείας για την προώθηση του The Razors Edge έγραφε Utah/Salt Lake City. Μόλις οι πόρτες άνοιξαν 13.000 θεατές έτρεξαν μπροστά για να πιάσουν όσο το δυνατόν καλύτερες θέσεις. Το αποτέλεσμα ήταν τρία άτομα να ποδοπατηθούν και να πεθάνουν από ασφυξία. Το συγκρότημα στην αρχή έμαθε το θάνατο ενός ατόμου. Ήταν έτοιμοι να σταματήσουν τη συναυλία, αλλά οι υπεύθυνοι τους συμβούλεψαν να συνεχίσουν για να αποφύγουν τα χειρότερα. Στο τέλος της συναυλίας έμαθαν πως τα θύματα ήταν τρεις. Το γεγονός αυτό μέχρι και σήμερα ο Malcolm δεν θέλει καν να το συζητήσει.

Τον Οκτώβριο του 1994 το συγκρότημα άρχισε τις ηχογραφήσεις του επόμενου άλμπουμ του, αλλά θα κυκλοφορήσει σχεδόν ένα χρόνο αργότερα. Έχει τίτλο Ballbreaker. Το προτελευταίο άλμπουμ των AC/DC έχει τίτλο Stiff Upper Lip. Οι ηχογραφήσεις έγιναν από τον Ιούλιο μέχρι τον Οκτώβριο του 1999 και το άλμπουμ κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 2000. Το εξώφυλλο του άλμπουμ απεικονίζει ένα άγαλμα του Angus. Το γκρουπ αποφάσισε να φτιάξει ένα τεράστιο άγαλμα για τις ανάγκες της Stiff Upper Lip περιοδείας. Η ονομασία του αγάλματος είναι Junior. 

Στις 15 Σεπτεμβρίου 2000, οι AC/DC εισήχθησαν στο Hollywood Walk of Fame και τα χέρια τους «αποτυπώθηκαν» στο τσιμέντο μπροστά από το Guitar Center στο Hollywood Boulevard.

Στις 10 Μαρτίου 2003 εισήχθησαν στο Rock and Roll Hall of Fame, ύστερα από τελετή που πραγματοποιήθηκε στο Waldorf-Astoria στη Νέα Υόρκη. Ο Steven Tyler των Aerosmith τέλεσε τη «μύηση», τραγούδησε στην τελετή το κομμάτι «You Shook Me All Night Long» με τους AC/DC και περιέγραψε τον διαχρονικό rock 'n' roll ήχο του συγκροτήματος ως «...ο κεραυνός από την Αυστραλία που μας δίνει το δεύτερο κατά σειρά πιο δυνατό κύμα που κυκλοφορεί στο σώμα μας».

Στις 20 Οκτωβρίου 2008 κυκλοφόρησε επίσημα το δέκατο πέμπτο στούντιο άλμπουμ των AC/DC με τίτλο Black Ice. Πρώτο single του άλμπουμ είναι το Rock N' Roll Train που κυκλοφόρησε στις 28 Αυγούστου 2008. Το συγκρότημα μάλιστα έκανε διαγωνισμό για 150 φίλους του γκρουπ που θα συμμετείχαν στο video clip. Σύμφωνα με το επίσημο site των AC/DC, το Black Ice στην πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας του πούλησε πάνω από 780.000 αντίτυπα σε όλο τον κόσμο και είναι Νο.1 σε πωλήσεις σε 29 χώρες. Tην εβδομάδα 3 έως 9 Νοεμβρίου 2008 το Black Ice ήταν Νο.1 σε πωλήσεις στην Ελλάδα και μάλιστα έγινε χρυσό.

Στις 28 Μαΐου 2009 oι AC/DC επισκέπτονται για πρώτη και μοναδική φορά την Ελλάδα, στο πλαίσιο της παγκόσμιας περιοδείας τους υπό τον τίτλο «Black Ice Tour». Η συναυλία τους έγινε στο κατάμεστο από κόσμο Ολυμπιακό Στάδιο - «Σπύρος Λούης» του Αμαρουσίου.

Το 2010 τους ζητήθηκε να γίνουν το βασικό γκρουπ για το soundtrack της ταινίας Iron Man 2. Στις 19 Απριλίου 2010 κυκλοφόρησε το άλμπουμ Iron Man 2 το οποίο περιείχε 15 τραγούδια του συγκροτήματος από παλαιότερες δουλειές ενώ βασικό κομμάτι της ταινίας ήταν το «Shoot to Thrill» από το Back In Black.

Στα πλαίσια της παρουσίασης του «Live at River Plate DVD» που έγινε στις 6 Μαίου 2011 στο Hammersmith Apollo του Λονδίνου στην Αγγλία ο Angus ανέφερε πως υπάρχουν σκέψεις να κυκλοφορήσουν οι AC/DC νέο άλμπουμ στα επόμενα 2 χρόνια. Τελικά στις 20 Νοεμβρίου 2012 κυκλοφόρησαν το «Live at River Plate» που περιέχει κομμάτια από την εμφάνιση τους στο River Plate Stadium στο Μπουένος Άιρες στις 4 Δεκεμβρίου 2009.

Δισκογραφία

  • High Voltage (1975), μόνο στην Αυστραλία.
  • Τ.Ν.Τ. (1975), μόνο στην Αυστραλία.
  • High Voltage (1976), συνδυασμός των 2 πρώτων άλμπουμ για παγκόσμια κυκλοφορία.
  • Dirth Deeds Done Dirt Cheap (1976), μόνο στην Αυστραλία.
  • Dirth Deeds Done Dirt Cheap (1976), διαφορετική έκδοση για παγκόσμια κυκλοφορία.
  • Let There Be Rock (1977) μόνο στην Αυστραλία.
  • Let There Be Rock (1977), διαφορετική έκδοση για παγκόσμια κυκλοφορία.
  • Powerage (1978)
  • If You Want Blood (You Got It) (1978)
  • Highway To Hell (1979)
  • Back In Black (1980)
  • For Those About To Rock (1981)
  • Flick Of The Switch (1983)
  • '74 Jaibreak (1984)
  • Fly On The Wall (1985)
  • Who Made Who (1986) (soundtrack της ταινίας Maximum Overdrive)
  • Blow Up Your Video (1988)
  • The Razors Edge (1990)
  • Live (1992), υπάρχει και συλλεκτική έκδοση σε διπλό CD με περισσότερα κομμάτια.
  • Ballbreaker (1995)
  • Bonfire (1997), συλλογή αφιέρωμα στον Bon Scott που περιέχει τα VoltsLive From Atlantic Studios και Let There Be Rock: The Movie.
  • Stiff Upper Lip (2000)
  • Stiff Upper Lip:Tour Edition (2001), μόνο σε Αυστραλία.
  • Black Ice (2008)
  • Iron Man 2 (2010) (soundtrack της ταινίας Iron Man 2, με τραγούδια των AC/DC από παλαιότερους δίσκους)
  • Live at River Plate (2012)







Επίσημη ιστοσελίδα: http://www.acdc.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου